- λαβράτον
- λαβρᾱτον, τὸ (Μ)1. λάβαρο πάνω στο οποίο υπήρχε η εικόνα τού αυτοκράτορα μέσα σε δάφνινο στεφάνι2. ορόσημο, συνήθως λίθινο, με χαραγμένο επάνω χαρακτηριστικό σημάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. laureatum «δαφνοστεφανωμένο»].
Dictionary of Greek. 2013.